- ρόγχο
- can çekiştirme, hırıltı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
περιρρογχάζω — Α περιπαίζω, περιγελώ, εμπαίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ῥογχάζω «ροχαλίζω, βγάζω ρόγχο»] … Dictionary of Greek
ρουχαλίζω — ισα, και ροχαλίζω βγάζω ρόγχο όταν κοιμάμαι: Ρουχαλίζει πριν καλά καλά τον πάρει ο ύπνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)